Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΜονακό
ουσιαστικό ουδέτερο Monaco permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο Πριγκηπάτο του Μονακό = principato [αρσ.] di Monaco Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |