Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μομφή
ουσιαστικό θηλυκό

1 biasimo
2 colpa
3 correzione
4 demerito
5 deplorazione
6 partaccia
7 rimprovero
8 riprensione
9 riprovazione
10 sbrigliata
11 sgridata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μομιοποιώ μονάδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---