Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μαλαματοκαπνισμένος [επίθ.] μαλλώννω [ρ.]
μαλαματώνω {μαλαμάτω-... μαλλωτός [επίθ.]
μαλαμοκαπνίζω (μαλαμ(ατ)... μαλτέζικος [επίθ.]
μαλαμοκάπνισμα [ουσ ουδ.] Μαλτέζος [ουσ αρσ ]
μαλαμοκαπνισμένος [επίθ.] μαλτόζη [θηλ.ουσ]
μάλαξη {-ης κ. -ά... μάλωμα [ουσ ουδ.]
Μαλαχίας [ουσ αρσ ] μαλώνω {μάλω-σα, ...
μαλαχίτης {χωρ. πληθ... μαμά [-αδες]
μαλθακός [επίθ.] μαμάκα [θηλ.ουσ]
μαλθουσιανισμός [ουσ αρσ ] μαμακούλα [θηλ.ουσ]
μάλις [θηλ.ουσ] Μαμελούκος [ουσ αρσ ]
μάλιστα [επίρ.] μαμή [θηλ.ουσ]
μαλλί {μαλλ-ιού ... μάμμη {χωρ. γεν....
μαλλιά [ουσ ουδ πληθ.] μαμμωνάς [ουσ αρσ ]
μαλλιαρός [επίθ.] μαμούδι {μαμουν-ιο...
μαλλιάς [επίθ.] μαμούθ [ουσ ουδ.]
μάλλινα [ουσ ουδ πληθ.] μαμούνι {μαμουν-ιο...
μάλλινο [ουσ ουδ.] μάνα η και μανά...
μάλλινος [επίθ.] μανάβης {μανάβηδες...
μαλλιοτράβηγμα [ουσ ουδ.] μανάβικο [ουσ ουδ.]
μαλλιοτραβιέμαι {μαλλιοτρα... μάνατζερ [ουσ αρσ και θηλ.]
μάλλον [επίρ.] μάνατζμεντ [ουσ ουδ.]
μαλλούρα {χωρ. γεν.... μανδαλώνω [ρ.]
μαλλούρας [επίθ.] μανδάλωση [θηλ.ουσ]
μαλλοφάγα [ουσ ουδ πληθ.] μανδαρινισμός [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: