Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαλλιοτραβιέμαι
ρήμα αμετάβατο

1 accapigliarsi
2 acciuffarsi
3 litigare
4 menarsi (vrifl)
5 pestarsi (vrifl)
6 schiacciarsi (vrifl)
7 menare le mani
8 scendere a vie di fatto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαλλιοτράβηγμα μάλλον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---