Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμαλλί
ουσιαστικό ουδέτερο 1 capello 2 [μάλλινο] lana permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο αγνό παρθένο μαλλί = pura lana [θηλ.] vergine || το κόψιμο των μαλλιών = taglio [αρσ.] di capelli || το μαλλί της γριάς = zucchero [αρσ.] filato Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |