Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαλλιά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 capelli
2 capigliatura
3 chioma
4 crine

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαλλί μαλλιαρός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---