Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καρδιογραφικός [επίθ.] καρδούλα [επιφ.]
καρδιογράφος [ουσ αρσ ] καρέ [επίθ.]
καρδιοειδής {καρδιοειδ... καρέ [ουσ ουδ.]
καρδιοκινητικός [επίθ.] καρέκλα {καρεκλών}
καρδιοκλέφτης {καρδιοκλε... καρεκλάς {καρεκλάδε...
καρδιοκλέφτρα {καρδιοκλε... καρεκλιά [θηλ.ουσ]
καρδιολογία {χωρ. πληθ... καρεκλοκένταυρος [ουσ αρσ ]
καρδιολογικός [επίθ.] καρένα [θηλ.ουσ]
καρδιολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] καριέρα {χωρ. γεν....
καρδιομυοπάθεια {καρδιομυο... καριερίστας {καριεριστ...
καρδιοπάθεια {καρδιοπαθ... καρικατούρα {χωρ. γεν....
καρδιοπαθής [επίθ.] καρικατουρίστας [ουσ αρσ ]
καρδιοπαθής {καρδιοπαθ... καρίκωμα [ουσ ουδ.]
καρδιοπληγία [θηλ.ουσ] καρικωμένος [επίθ.]
καρδιοπνευμονικός [επίθ.] καρικώνω {καρίκω-σα...
καρδιοσκλήρωση [θηλ.ουσ] καρίνα {χωρ. γεν....
καρδιοσπασμός [ουσ αρσ ] καριόλα {χωρ. γεν....
καρδιόσχημος [επίθ.] καριοφίλι {καριοφιλ-...
καρδιοτονωτικό [ουσ ουδ.] καρκινικός [επίθ.]
καρδιοτονωτικός [επίθ.] καρκινοβασία [θηλ.ουσ]
καρδιοχειρουργική [θηλ.ουσ] καρκινοβατώ {καρκινοβα...
καρδιοχειρουργός [ουσ αρσ και θηλ.] καρκινοβατών [επίθ.]
καρδιοχτύπι {χωρ. γεν.... καρκινογένεση {-ης κ. -έ...
καρδιοχτυπώ [-άς, -ά] ... καρκινογενής [επίθ.]
καρδούλα [θηλ.ουσ] καρκινογόνο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: