Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρέκλα
ουσιαστικό θηλυκό se`dia ~f~, se`ggiola ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη κουνιστή καρέκλα = sedia [θηλ.] a dondolo || η αναπηρική καρέκλα = sedia [θηλ.] a rotelle || η ηλεκτρική καρέκλα = sedia [θηλ.] elettrica Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |