Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρδούλα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 cuo`re ~m~, cuorici`no
2 gioie`llo ~m~ a forma di cuo`re, cuorici`no ~m~

καρδούλα
επιφώνημα

cuo`r mio!, cuorici`no mio! το λέει η καρδούλα του == ha un cuore di leone, è molto coraggioso, è un uomo di fegato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρδιοχτυπώ καρέ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---