Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρδιοχτύπι
ουσιαστικό ουδέτερο batticuo`re ~m~, a`nsia ~f~ είχα μεγάλο καρδιοχτύπι για τα αποτελύσματα των εξετάσεων == aspettando i risultati degli esami, avevo il batticuore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |