Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρδιοχτύπι  
ουσιαστικό ουδέτερο

batticuo`re ~m~, a`nsia ~f~ είχα μεγάλο καρδιοχτύπι για τα αποτελύσματα των εξετάσεων == aspettando i risultati degli esami, avevo il batticuore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρδιοχειρουργός καρδιοχτυπώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---