Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κακόγουστος [επίθ.] κακοθελήτρα [θηλ.ουσ]
κακογραμμένος [επίθ.] κακοθρεμμένος [επίθ.]
κακογραφία [θηλ.ουσ] κακόθυμα [επίρ.]
κακογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] κακοθυμία [θηλ.ουσ]
κακογράφω [ρ.] κακόθυμος [επίθ.]
κακοδαιμονία {χωρ. πληθ... κακοκαιρία {κακοκαιρι...
κακοδαίμων {κακοδαίμ-... κακοκαμωμένος [επίθ.]
κακοδιαθεσία [θηλ.ουσ] κακοκαρδίζω {κακοκάρδι...
κακοδιάθετος [επίθ.] κακοκαρδίζω {κακοκάρδι...
κακοδιατηρημένος [επίθ.] κακοκαρδισμένος [επίθ.]
κακοδιαχείριση {-ης κ. -ί... κακοκεφαλιά [θηλ.ουσ]
κακοδικία {κακοδικιώ... κακοκέφαλος [επίθ.]
κακοδιοικημένος [επίθ.] κακοκεφιά [θηλ.ουσ]
κακοδιοίκηση {-ης κ. -ή... κακόκεφος [επίθ.]
κακοδιοικώ [ρ.] κακολογία [θηλ.ουσ]
κακοδοξία [θηλ.ουσ] κακολογίζω {κακολογεί...
κακοδουλεμένος [επίθ.] κακολόγος [επίθ.]
κακοζώ {κακοζείς.... κακολογώ [-είς, -εί...
κακοζωισμένος [επίθ.] κακομαθαίνω {κακόμαθ-α...
κακοήθεια {κακοηθειώ... κακομαθαίνω {κακόμαθ-α...
κα§κο§η§θέ§στα§τος [επίθ.] κακομαθημένος [επίθ.]
κα§κο§η§θέ§στε§ρος [επίθ.] κακομελετώ {κακομελετ...
κακοήθης [επίθ.] κακομεταχειρίζομαι (κακομεταχ...
κακόηχος [επίθ.] κακομεταχείριση [θηλ.ουσ]
κακοθελητής {χωρ. γεν.... κακομοίρης {κακομοίρη...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: