Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακοδιαθεσία  
ουσιαστικό θηλυκό

malumo`re ~m~, umo`re ~m~ nero, indisposizio`ne ~f~, male`ssere ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακοδαίμων κακοδιάθετος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---