Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκακοκαρδίζω
ρήμα αμετάβατο rattrista`rsi κακοκάρδισε όταν έμαθε τα νέα == si è rattristato quando ha saputo la notizia κακοκαρδίζω ρήμα μεταβατικό rattrista`re, re`ndere triste, dar dispiacere μην κακοκαρδίζεις τη μητέρα σου == non rattristare tua madre! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |