Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκακομοίρης
επίθετο 1 po`vero, povere`tto, poveri`no, sfortuna`to του ήρθαν όλα στραβά του κακομοίρη == povero lui, gli è andato tutto storto 2 meschi`no, gretto 3 disgrazia`to έτσι και σε περιλάβει ο πατέρας σου, κακομοίρα μου, ... == se ti becca tuo padre, disgraziata mia, .... permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |