Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκακόμοιρος
επίθετο 1 sventura`to, infeli`ce 2 po`vero, povere`tto, poveri`no τo κακόμοιρο τo παιδί τι του 'μελλε να πάθει! == povero ragazzo, cosa gli doveva capitare! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |