Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκβιάζω {εκβίασ-α ... εκγυμνάζω {εκγύμνασ-...
εκβιασμός [ουσ αρσ ] εκγύμναση {-ης κ. -ά...
εκβιαστής [ουσ αρσ ] εκγυμναστής [ουσ αρσ ]
εκβιαστικός [επίθ.] εκγυμνάστρια [θηλ.ουσ]
εκβιάστρια {εκβιαστρι... εκδασώνω [ρ. μτβ.]
εκβιομηχανίζομαι [ρ. παθ.] εκδάσωση {-ης κ. -ώ...
εκβιομηχανίζω (εκβιομηχά... έκδηλος [επίθ.]
εκβιομηχάνιση {-ης κ. -ί... εκδηλώνομαι [ρ. παθ.]
εκβιομηχανισμένος [επίθ.] εκδηλώνω {εκδήλω-σα...
εκβιομηχανισμός [ουσ αρσ ] εκδήλωση {-ης κ. -ώ...
εκβλασταίνω [ρ. μτβ.] εκδηλωτικός [επίθ.]
εκβλαστάνω {εκβλάστησ... εκδημικός [επίθ.]
εκβλάστημα {εκβλαστήμ... εκδημοκρατίζω {εκδημοκρά...
εκβλάστηση {-ης κ. -ή... εκδημοκρατικοποιώ [ρ. μτβ.]
εκβλαστητικός [επίθ.] εκδημοκρατισμός [ουσ αρσ ]
εκβληθείς [επίθ.] εκδημώ [-είς, -εί...
έκβλητος [επίθ.] εκδίδω {εξέδωσα, ...
εκβολή [θηλ.ουσ] εκδίδων [επίθ.]
εκβράζω {εξέβρασα,... εκδικάζω {εκδίκασ-α...
έκβρασμα [ουσ ουδ.] εκδίκαση {-ης κ. -ά...
εκβραχίζω (εκβράχισα... εκδίκηση {-ης κ. -ή...
εκβραχισμός [ουσ αρσ ] εκδικητής [ουσ αρσ ]
εκγερμανίζομαι [ρ. παθ.] εκδικητικός [επίθ.]
εκγερμανίζω [ρ. μτβ.] εκδικήτρα [θηλ.ουσ]
εκγλύφανο {εκγλυφάν-... εκδικήτρια {εκδικητρι...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: