Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκδήλωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 manifestazio`ne ~f~, il manifesta`rsi ~m~ η εκδήλωση μιας επιδημίας == il manifestarsi di un'epidemia 2 manifestazio`ne ~f~, dimostrazio`ne ~f~ εκδήλωση χαράς == manifestazione di gioia 3 manifestazio`ne ~f~, eve`nto ~m~ πoλιτιστικές εκδηλώσεις == manifestazioni culturali permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |