Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκγυμναστής
ουσιαστικό αρσενικό 1 addestrato`re ~m~ 2 istrutto`re ~m~ εκγυμνάστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εκγυμναστής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |