Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δυσχεραίνω {δυσχέραν-... δω [επίρ.]
δυσχέρεια {δυσχερειώ... δώδεκα [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
δυσχερέστατος [επίθ.] δωδεκάγωνο [ουσ ουδ.]
δυσχερέστερος [επίθ.] δωδεκάγωνος [επίθ.]
δυσχερής {δυσχερ-ού... δωδεκάδα [θηλ.ουσ]
δυσχερώς [επίρ.] δωδεκαδάκτυλο {δωδεκαδάκ...
δύσχρηστος [επίθ.] δωδεκαδάχτυλο [ουσ ουδ.]
δυσχρωματοψία {χωρ. πληθ... δωδεκάεδρο {δωδεκαέδρ...
δυσωδέστατος [επίθ.] δωδεκάεδρος [επίθ.]
δυσωδέστερος [επίθ.] δωδεκαετής {δωδεκαετ-...
δυσώδης {δυσώδ-ους... δωδεκαετία {δωδεκαετι...
δυσωδία {χωρ. πληθ... δωδεκάμερο {δωδεκαημέ...
δυσ– [πρθμ.] Δωδεκάνησα {Δωδεκανήσ...
δύτης {δυτών} Δωδεκανήσια [θηλ.ουσ]
δυτικά [επίρ.] δωδεκανησιακός [επίθ.]
δυτικοποίηση [θηλ.ουσ] Δωδεκανήσιος [ουσ αρσ ]
δυτικοποιούμαι [ρ. παθ.] δωδεκαριά {χωρ. πληθ...
δυτικοποιώ [ρ. μτβ.] δωδεκασύλλαβος [επίθ.]
δυτικός [επίθ.] δωδεκάτη [θηλ.ουσ]
δυτικότατος [επίθ.] δωδέκατο {δωδεκάτ-ο...
δυτικότερος [επίθ.] δωδέκατος {δωδεκάτου...
δυτικώτατος [επίθ.] δωδεκαφωνία [θηλ.ουσ]
δυτικώτερος [επίθ.] δωδεκαφωνικός [επίθ.]
δύω {έδυσα} (έ... δωδεκάχρονος [επίθ.]
δύων [επίθ.] δώθε [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: