Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Δωδεκανήσια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Δωδεκανήσιος ^-ου, ο^]
2 abita`nte ~f~ del Dodecanne`so

Δωδεκανήσιος  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~m~ del Dodecanne`so

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Δωδεκάνησα δωδεκανησιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---