Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διαχύνω (διέχυσα, ... δια– [πρθμ.]
διάχυση {-ης κ. -ύ... διβάρι {διβαρ-ιού...
διαχυτικός [επίθ.] διβασικός [επίθ.]
διαχυτικότητα {χωρ. γεν.... διβουλία [θηλ.ουσ]
διάχυτος [επίθ.] δίβουλος [επίθ.]
διαχυτός [επίθ.] διγαμία [θηλ.ουσ]
διαχωρίζομαι [ρ. παθ.] δίγαμμα [ουσ ουδ.]
διαχωρίζω {διαχώρισ-... δίγαμος [επίθ.]
διαχωρίζων [επίθ.] διγαστρικός [επίθ.]
διαχώριση [θηλ.ουσ] διγενής {διγεν-ούς...
διαχωρίσιμος [επίθ.] διγλωσσία {χωρ. πληθ...
διαχώρισμα [ουσ ουδ.] δίγλωσσος [επίθ.]
διαχωρισμένος [επίθ.] διγλώχιν {διγλώχ-ιν...
διαχωρισμός [ουσ αρσ ] διγνωμία [θηλ.ουσ]
διαχωριστέος [επίθ.] δίγνωμος [επίθ.]
διαχωριστής [ουσ αρσ ] διγραμμικός [επίθ.]
διαχωριστικό [ουσ ουδ.] δίδαγμα {διδάγμ-ατ...
διαχωριστικός [επίθ.] διδαγμένος [επίθ.]
διαχωριστικότητα [θηλ.ουσ] διδακτέος [επίθ.]
διαψεύδομαι Ρ αόρ. διέ... διδακτήριο {διδακτηρί...
διαψεύδω {διέψευσα,... διδακτικός [επίθ.]
διάψευση {-ης κ. -ε... διδακτικότατος [επίθ.]
διαψευσμένος [επίθ.] διδακτικότερος [επίθ.]
διαψυγμένος [επίθ.] διδακτικώτατος [επίθ.]
διαψύχω {διέψυξα, ... διδακτικώτερος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: