Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ξεμυαλισμένος
επίθετο
1
caposcarico
2
cotto
3
svampito
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ξεμυάλισμα
ξεμυαλιστής >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ξεμπράτσωτος
[επίθ.]
ξεμπροστιάζω
(ξεμπρόστι...
ξεμπρόστιασμα
[ουσ ουδ.]
ξεμυαλίζω
{ξεμυάλισ-...
ξεμυάλισμα
[ουσ ουδ.]
ξεμυαλισμένος
[επίθ.]
ξεμυαλιστής
[ουσ αρσ ]
ξεμυαλίστρα
[θηλ.ουσ]
ξεμωραίνομαι
{ξεμωρά-θη...
ξεμωραμένος
[επίθ.]
ξεναγώ
{ξεναγείς....
ξενηλάτης
[ουσ αρσ ]
ξενία
[θηλ.ουσ]
ξενίζω
{ξένισ-α, ...
ξενικός
[επίθ.]
ξενιστής
[ουσ αρσ ]
ξενιτεμένος
[επίθ.]
ξενιτεμός
[ουσ αρσ ]
ξενιτεύομαι
{ξενιτ-εύτ...
ξενιτιά
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis