Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξενιτεμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 emigrazione
2 espatrio
3 immigrazione
4 migrazione
5 trasmigrazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξενιτεμένος ξενιτεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---