Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξενιτεύομαι
ρήμα αμετάβατο

1 emigrare
2 espatriare
3 immigrare
4 sloggiare (vi)
5 spatriare (vi)
6 spatriarsi (vrifl)
7 trasmigrare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξενιτεμός ξενιτιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---