Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ωριμάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 crescere
2 imbiondire
3 imbiondirsi
4 maturare (vi)
5 maturarsi (vrifl)
6 scadere (vi)
7 stagionare (vt vi)
8 venire a maturità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ωριαίος ωρίμανση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---