Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόωράριο
ουσιαστικό ουδέτερο orario permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο ωράριο επισκέψεων = orario [αρσ.] di visite Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |