Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›τύφλωση

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

τύφλωση
ουσιαστικό θηλυκό

1 abbacinamento
2 abbagliamento
3 abbarbagliamento
4 abbarbaglio
5 accecamento
6 accecatura
7 cecità

permalink
‹ τυφλώνω
τυφοειδής ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τυφλός [επίθ.]
τυφλότητα [θηλ.ουσ]
τυφλωμένος [επίθ.]
τυφλώνομαι [ρ. παθ.]
τυφλώνω (τύφλ-ωσα,...
τύφλωση {-ης κ. -ώ...
τυφοειδής {τυφοειδ-ο...
τύφος {χωρ. πληθ...
τυφώνας [ουσ αρσ ]
τυχαία [επίρ.]
τυχαίνει [ρ.]
τυχαίνω αόρ. έτυχα...
τυχαίος [επίθ.]
τυχερά [επίρ.]
τυχεράκια! [επιφ.]
τυχερή! [επιφ.]
τυχερό [ουσ ουδ.]
τυχερός [επίθ.]
τύχη {τυχών}
τυχοδιώκτης {τυχοδιωκτ...


{{ID:TYFLWSH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti