Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τυχοδιώκτης
ουσιαστικό αρσενικό

1 avventuriere
2 avventuriero
3 avventurista
4 barattiere
5 filibustiere
6 picaro
7 venturiere
8 soldato di ventura
9 cacciatore di dote

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τύχη τυχοδιωκτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---