Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τύχη
ουσιαστικό θηλυκό

1 [μοίρα] sorte
2 [καλή] fortuna

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τυχερός τυχοδιώκτης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κατά τύχη = per caso || τραβώ στην τύχη = tirare a sorte


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---