Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τσουρούφλισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 abbruciacchiameto
2 abbruciamento
3 bruciacchiamento
4 bruciamento
5 scottatura
6 strinatura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τσουρουφλίζω τσουρουφλισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---