Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τσούρμο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 attruppamento
2 branco
3 ciurma
4 equipaggio
5 moltitudine
6 schiera
7 a schiere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τσουρέκι τσουρουφλίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---