Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τυλίγομαι
ρήμα παθητικό

1 impegolarsi
2 impelagarsi
3 invilupparsi
4 ravvilupparsi (vrifl)
5 ravvoltolarsi (vrifl)
6 rimbacuccarsi (vrifl)
7 snodarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τυλιγμένος τυλίγω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τύλίγομαι με = avvolgersi in


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---