Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τουμπανιάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 enfiarsi
2 rigonfiare (vi)
3 rigonfiarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τούμπα τουμπάνιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---