Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τουλουμιάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 enfiarsi
2 legnare
3 rigonfiare (vi)
4 rigonfiarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τουλούμι τουλούμιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---