Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τουλούμι
ουσιαστικό ουδέτερο

otre (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Τουλούζη τουλουμιάζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


βρέχει νε το τουλούμι = piove a catinelle


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---