Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τουαλέτα
ουσιαστικό θηλυκό

1 [μπάνιο] bagno
2 [φόρεμα] toilette (f)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  του Τουαρέγκ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---