Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνδρομή
ουσιαστικό θηλυκό

1 [περιοοδικών] abbonamento
2 [βοήθεια] assistenza, soccorso
3 [συνεισφορά] contributo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνδικάτο συνδρομητές  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---