Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνεδριάζω
ρήμα αμετάβατο

1 consultarsi
2 sedere (vi)
3 essere in seduta
4 tenere una seduta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνεδρία συνεδριακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---