Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσυνδυασμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 [συνταίριασμα] abbinamento 2 [συνένωση] collegamento 3 [κόμματος] lista elettorale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |