Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνάπτω
ρήμα μεταβατικό

1 collegare
2 [συμμαχία] stringere
3 [δάνειο] contrarre
4 [μάχη] dar battaglia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συναπτόμενος συναρθρώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---