Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συναρμολόγηση
ουσιαστικό θηλυκό

1 adunamento
2 aggiustaggio
3 assemblaggio
4 assortimento
5 combaciamento
6 composizione
7 montaggio
8 montatura
9 radunamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συναρμολόγημα συναρμολογησιμότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---