Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συναρπάζω
ρήμα μεταβατικό

1 emozionare
2 esaltare
3 impressionare
4 suscitare (vt)
5 trascinare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συναρπάζομαι συναρπαστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---