Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνάχι
ουσιαστικό ουδέτερο

raffreddore (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συναφής συναχωμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το αλλεργικό συνάχι = raffreddore [αρσ.] da fieno


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---