Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συμπύκνωση
ουσιαστικό θηλυκό

1 addensamento
2 concentrazione
3 condensamento
4 condensazione
5 pigiata
6 pigiatura
7 raddensamento
8 condensa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συμπυκνώνω συμπυκνώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---