Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σύμπτωση
ουσιαστικό θηλυκό

coincidenza, combinazione (f)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συμπτωματολογικός συμπύκνωμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κατά σύμπτωση = per combinazione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---