Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συμπυκνωμένος
επίθετο

1 concentrato
2 condensato
3 costipato
4 ristretto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συμπύκνωμα συμπυκνώνομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το συμπυκνωμένο γάλα = latte [αρσ.] condensato


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---