Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συγκατατίθεμαι
ρήμα αμετάβατο

1 accedere
2 accettare
3 accondiscendere
4 acconsentire
5 accordarsi
6 aderire
7 annuire
8 assentire
9 consentire
10 prestarsi (vrifl)
11 sottoscrivere (vi)
12 dare il proprio consenso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συγκατανεύω συγκατατιθέμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---