Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συγκεκαλυμμένος
επίθετο

1 coperto
2 indiretto
3 mascherato
4 nascosto
5 occulto
6 segreto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συγκάτοχος συγκεκομμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---