GrecoItaliano


συγκέντρωση
ουσιαστικό θηλυκό

1 concentramento
2 [συλλογή] raccolta
3 [συνάντηση] riunione (f)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το στρατόπεδο συγκεντρώσης = campo [αρσ.] di concentramento || η πνευμαστική συγκέντρωση = seduta [θηλ.] spiritica



Sfoglia il dizionario




{{ID:SYGKENTRWSH100}}
---CACHE---