Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκοτώνω
ρήμα μεταβατικό

1 ammazzare, uccidere
2 [ξεπουλώ] svendere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκοτώνομαι σκούζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τον σκότωσε στο ξύλο = l'ha ammazzato di botte


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---